Ο Μονόλογος ενός Δέντρου



Ένα δέντρο με δυνάμεις


Μπορεί να είμαι απλά ένα δέντρο, ένα γέρικο δέντρο, μα έχω φωνή. Μπορώ να μιλήσω. Χρόνια έχει να κάτσει κάποιος από κάτω μου. Δεν μου έχουν απομείνει ούτε φύλλα ούτε λουλούδια. Δεν θα ζήσω άλλο εδώ σε αυτό το πάρκο. Είμαι πια επικίνδυνο δέντρο. Γι’ αυτό πριν φύγω, θέλω να πω την ιστορία μου.

Κάποτε, χρόνια πριν, ήμουν ένα πολύ όμορφο δέντρο, διαφορετική από κάθε άλλη κερασιά. Τις περισσότερες κερασιές θα τις βρεις όλες μαζί να κοσμούν κάποιο πάρκο, αλλά εμένα δεν με έβλεπε κανείς. Ζούσα στην πιο απομακρυσμένη περιοχή της επαρχίας μας. Κάθε χρόνο τα κεράσια μου έπεφταν  και σάπιζαν στο χώμα. Αλλά έναν Απρίλη, την εποχή που όλες οι κερασιές ομορφαίνουν, τότε που και τα δικά μου μπουμπούκια ήταν ανθισμένα, είδα έναν άνδρα να έρχεται προς το μέρος μου. Όλη μου τη ζωή περίμενα για αυτή τη στιγμή, να εμφανιστεί κάποιος. Τον πρόσεξα καλύτερα: κρατούσε σπαθί, φορούσε πανοπλία και κράνος. «Ένας σαμουράι θα κάτσει κάτω από τα κλαδιά μου! Τι τιμή!» σκέφτηκα.

Έδεσε το άλογο του σ’ ένα από τα κλαριά μου. Ύστερα έπλυνε τις πληγές του (μάλλον από μάχες) στο ρυάκι που κυλούσε δίπλα μου, τις έδεσε με κάποια φύλλα και ξάπλωσε στον κορμό μου. Μετά από κάποια ώρα αποκοιμήθηκε. Όσο κοιμόταν, μιλούσα σιγανά με το άλογό του. Ώσπου κάποια στιγμή εκείνο χλιμίντρισε με φόβο. Ο σαμουράι ξύπνησε και είδε να πλησιάζει ένας στρατός ντυμένος στα γαλάζια. Ο σαμουράι μου ήταν ντυμένος στα κόκκινα. Ανέβηκε πάνω στο άλογό του και έτρεξε κατά πάνω τους. Ήταν μοναχός του, τραυματισμένος και ζαλισμένος, δεν θα επιβίωνε. Έβγαλα τις ρίζες μου από το χώμα που τώρα έμοιαζαν με πλοκάμια. Τα τίναξα προς τους αναβάτες του γαλάζιου στρατού κι εκείνοι έπεσαν από τα άλογά τους. Κοίταξαν με τρόμο τις ρίζες μου και το έβαλαν στα πόδια. Έχωσα τις ρίζες μου πάλι μέσα στη γη. Τέτοιες ικανότητες έχουν λίγα δέντρα και μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μία φορά μονάχα σε όλη τη ζωή τους. Ο σαμουράι στράφηκε και με κοίταξε με ευγνωμοσύνη, κατέβηκε από το άλογο του και με προσκύνησε κρατώντας το σπαθί του. Προς τιμή μου έχτισε γύρω μου ένα πάρκο και εγώ ήμουν το κυρίαρχο δέντρο εκεί αλλά και σε ολόκληρη την Ιαπωνία. Ό,τι ονειρεύτηκα είχε γίνει πραγματικότητα!

                                                                                      Αντιγόνη  Προκοπίδου


"Χρατς, χρατς, χρατς!"

 Αυτόν  τον ήχο απολάμβανα μέσα από την δουλειά μου στην φύση, το τσεκούρι που πληγώνει ανελέητα τον κορμό του δέντρου σαν τον τρυποκάρυδο, που ψάχνει να βρει την τροφή του μέσα  σε αυτόν..  Τέτοια δουλειά μου ανέθεσε πάλι το αφεντικό, να κόψω τα δέντρα του δάσους, που βρίσκονταν δίπλα στο χωριό, ώστε να ζεσταθούμε τον κρύο Χειμώνα. Χιόνιζε εκείνη την ημέρα. Οι χιονονιφάδες δεν ήταν πολλές, αλλά ήταν εύκολο να τις διακρίνεις να στριφογυρνούν και τελικά να κατακάθονται στα φυλλώματα των δέντρων.

 

Εγώ κατευθύνθηκα προς το δέντρο με τις λιγότερες νιφάδες, θέλοντας να  στερήσω όσο το δυνατόν λιγότερη ομορφιά και να νιώσω λίγο καλύτερα, από τον άχαρο  ρόλο μου.  Αναστέναξα  τότε και είπα από μέσα μου.<< Όλο τα ίδια λες και στο τέλος μόλις ακούς τον ήχο του πριονίσματος του δέντρου συνέρχεσαι>>ι. Αμέσως  άρχισα να το χτυπάω αργά αλλά σταθερά. Μετά από δύο λεπτά το δέντρο έπεσε. Τότε άκουσα ένα ήχο σιγανό μα πολύ οξύ και διαπεραστικό, που έμοιαζε με ένα γατί που σπαρταράει ,ύστερα από ένα σφοδρό χτύπημα. Πλησίασα προς την μεριά  που ερχόταν ο ήχος, αφού προσπάθησα ώρα να καταλάβω την πηγή του. Κατευθύνθηκα προς τα δεξιά μου και  έμεινα άναυδος μόλις κατάλαβα από που προερχόταν.

Ήταν ένα όμορφο πεύκο. Μόλις κατάλαβε ότι το άκουσα και  με είδε με το τσεκούρι στο χέρι, μου είπε με  σιγανή και τρεμάμενη  φωνή.

Είμαι το επόμενο  θύμα σου, ε;

Μα είσαι δέντρο, πώς μπορείς και μιλάς;

Και τα δέντρα  αισθάνονται, μιλούν και κλαίνε, μην μας υποτιμάτε άνθρωποι. Σε παρακαλώ, κόψε με γρήγορα στην μέση, όχι αργά και βασανιστικά. Ρίξε το φύλλωμα μου κατά γης, κάψε με στο σπιτικό σου, κάνε το λοιπόν ξυλοκόπε!,είπε  και τίναξε  τα κλαδιά του..

 Όχι, όχι, όχι, δεν πρόκειται να σε κόψω, είπα δακρύζοντας.

Τότε, γιατί κρατάς το τσεκούρι και  ήρθες ως εδώ;

Αμέσως πέταξα το τσεκουρι και ρώτησα το δέντρο: Πρώτη φορά βλέπω δέντρο που μιλάει… Πες μου την ιστορία σου και εγώ δεν πρόκειται να σε βλάψω.

Και εγώ πρώτη φορά συνομιλώ με άνθρωπο. Τι θες να σου πω; Εδώ με φύτεψαν άνθρωποι καλοί, φυσιολάτρες από το διπλανό χωριό και από τότε στέκομαι αιώνες τώρα  περιμένοντας με αγωνία, να με κόψουν άνθρωποι σαν εσένα, οι οποίοι βγάζουν λεφτά πουλώντας την ξυλεία μας. 

Πρέπει να συντηρήσουμε τις οικογένειες μας, τι άλλο να κάνουμε;

Ωραία, λοιπόν, θέλω να μου δώσεις μια υπόσχεση και θα μάθεις το πιο σημαντικό μυστικό μου, που θα σου αλλάξει την ζωή.

Τι είδους υπόσχεση;

Να μην ξανακόψεις ποτέ σου ούτε φύλλο από δέντρο.

Εντάξει λοιπόν, πες μου το μυστικό σου.

Σκάψε το χώμα που σκεπάζει τις ρίζες μου. Εκεί κρύβω έναν θησαυρό.

Πολλές ερωτήσεις ακόμα του έκανα, μα δεν  πήρα ποτέ ξανά απάντηση από το δέντρο. Έσκαψα το χώμα με γρήγορες κινήσεις και πράγματι χιλιάδες χρυσά νομίσματα βρήκα .Από τότε η ζωή μου άλλαξε για πάντα.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ 

 

Η ιστορία ενός δέντρου

 

Δέντρα. «Πόση αξία έχει άραγε αυτή η λέξη για τους ανθρώπους;», ρώταγα τον εαυτό μου κάθε μέρα που έβλεπα και από έναν. «Πολλή» έλεγα από μέσα μου όταν με φρόντιζαν ή όταν έπαιζαν κοντά μου. Μου έρεσε αυτό, με ηρεμούσε. Όταν όμως με αγνοούσαν ή πετούσαν γύρω μου σκουπίδια και απορρήματα, ένιωθα απαίσια, λες και μου τρυπούσαν την καρδιά. Και τότε μου έρχονταν στο μυαλό η ιστορίες που μου έλεγε κάθε βράδυ, όταν έφευγε και το τελευταίο παιδί από το πάρκο, το γέρικο δέντρο δίπλα μου. «Οι άνθρωποι είναι άκαρδοι και εγωιστές. Τους προσφέρεις τα πάντα και δεν σου δίνουν τίποτε, παρά μονάχα αδικία και πόνο. Σε μεταχειρίζονται σαν ένα άψυχο αντικείμενο, χωρίς καρδιά και συναισθήματα. Σε ξεριζώνουν από τη μια στιγμή στην άλλη, και εσύ, ανήμπορος να αντιδράσεις, αποδέχεσαι τη σκληρή πραγματικότητα…», έλεγε συνεχώς. Και είχε δίκιο. Εκείνο το σκοτεινό πρωινό του χειμώνα, τότε που του έκοψαν και την τελευταία ρίζα, ένιωσα την σκληρότητά τους να διαπερνάει τον κορμό μου με δύναμη. Τότε μόνο το κατάλαβα…

 

Όταν ήμουν μικρός, στο χωριό των παππούδων μου ένα  καλοκαίρι, παρατήρησα ότι απέναντι από το σπίτι μας υπήρχε ένα παρκάκι με ένα μεγάλο και γέρικο πλάτανο οπού από κάτω υπήρχε ένα μικρό καφέ παγκάκι. Εκεί καθόντουσαν, παππούδες  και γιαγιάδες και μιλούσαν τα απογεύματα, λέγοντας ιστορίες και κουτσομπολεύοντας κάτω από την σκιά του, απολαμβάνοντας την μοναδική δροσιά που πρόσφεραν τα φύλλα του, πίνοντας τον καφέ τους. Έτσι και εγώ όταν δεν είχα κάτι ιδιαίτερο να κάνω καθόμουν και τους άκουγα, ενώ σκεφτόμουν τις χιλιάδες ιστορίες που είχε ακούσει αυτός ο πλάτανος κατά την διάρκεια της ζωής του και πόσες είχε να ακούσει ακόμα στα χρόνια που θα ερχόντουσαν.  Σκεφτόμουν επιπλέον το τι μπορεί να έχει περάσει αυτό το δέντρο, μέσα στα προηγούμενα χρόνια όπως κρύους χειμώνες ή καυτά καλοκαίρια. “Μπορεί ακόμα” σκεφτόμουν “να ζούσε και στην περίοδο του πολέμου “και να άντεξε βομβαρδισμούς και να στέγασε μέσα στην μεγάλη του κουφάλα κυνηγημένους ή πρόσφυγες. Μετά από αυτό το καλοκαίρι δέθηκα συναισθηματικά με το δέντρο και το αγάπησα όσο κανένα άλλο.    

                                                          Γιώργος Παπαδόπουλος            


Ο κόσμος μέσα από τα μάτια ενός δέντρου

 

Η ζωή μου ως δέντρο έχει γίνει κάπως βαρετή. Είμαι ένα μεγάλο δέντρο στην πλατεία του δημαρχείου, στο Περιστέρι. Στην αρχή έβλεπα παντού κόσμο, παιδιά ενήλικες και ηλικιωμένους, να περνάνε καλά και να κάθονται κάτω από την σκιά μου συζητώντας για θέματα το ένα τελείως διαφορετικό από το άλλο. Τον τελευταίο χρόνο όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τους βλέπω όλους με ένα περίεργο κάλυμμα στο πρόσωπο και είναι αποξενωμένοι ο ένας από τον άλλον. Οι παρέες δεν βγαίνουν πια και ο πεζόδρομος και η γύρω περιοχή είναι άδεια. Χτες όμως είχα επισκέψεις! Ήταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι και λέγανε κάτι για έναν Κορονοϊός. Τώρα αυτός ποιος είναι να σας πω την αλήθεια δεν τον ξέρω. Πολλοί μιλάνε γι’ αυτόν κάποιος καινούργιος σταρ του σινεμά θα είναι. Τώρα που είπα σταρ, φέτος δεν με στόλισαν με περίτεχνα λαμπάκια και στολίδια. Να πω την αλήθεια στεναχωρήθηκα γιατί όταν με στολίζουν νιώθω σαν να φοράω ένα ακριβό κουστούμι και είμαι πολύ χαρούμενο. Παράξενα πλάσματα αυτοί οι άνθρωποι. Άλλοτε είναι όλοι μαζί κι άλλοτε φοράνε κάτι περίεργα καλύμματα στο πρόσωπο λες και έγιναν όλοι διάσημοι και δεν θέλουν να τους αναγνωρίσουν. Τώρα που το σκέφτομαι τις προάλλες άκουσα έναν δημοσιογράφο να λέει ότι για τις μάσκες φταίει αυτός ο Κορονοϊός. Μήπως δεν είναι σταρ του σινεμά αλλά μοντέλο ή  σχεδιαστής μόδας. Που θα πάει όλο και κάποιος περαστικός θα μου λύσει την απορία.

                                                                    Γιώργος Ράπτης 


                                                                                                         7 Δεκεμβρίου 2020

Αγαπητό ημερολόγιο,

Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και ήρθε η ώρα να με ανεβάσουν στο σπίτι και να με στολίσουν. Η αλήθεια είναι πως μου αρέσει η διαδικασία και η παραμονή μου στο σπίτι. Δεν μου αρέσει η αποθήκη. Το μόνο που με αγχώνει, όπως και κάθε χρόνο, είναι όταν οι γονείς έρχονται να αφήσουν τα δώρα. Φοβάμαι πως θα ξυπνήσουν τα παιδιά και θα τους δουν. Είναι το μυστικό τους και το δικό μου μυστικό. Δεν ξέρω πότε σχεδιάζουν να τους το πουν… Είναι όμως και το άλλο, κάθε φορά με βαραίνουν με τα στολίδια και φέτος αγόρασαν καινούρια! Δεν ξέρω πώς θα αντέξω…

                                                     Δέσποινα    Χρονοπούλου


Τα μυστικά ενός δέντρου

 

Πάντα αναρωτιόμουν αν τα δέντρα που αναπνέουν, τρέφονται, μεγαλώνουν, μπορούν άραγε να αισθάνονται ή να αντιλαμβάνονται τα όσα συμβαίνουν γύρω τους.

Αν πράγματι συνέβαινε αυτό και μπορούσαν να τα εκφράσουν με λόγια τότε θα μπορούσαν να μας αποκαλύψουν πολλά μυστικά.

Θα μπορούσε ένα δέντρο να μας πει για τα όνειρα των νέων που κάθονται κάτω από αυτό και συζητάνε.

Θα μπορούσε να μας πει για τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς των γονιών για τα παιδιά τους.

Θα μας αποκάλυπτε μικρά μυστικά που λένε οι φίλοι μεταξύ τους.

                       Δημήτρης Σιβίλιας

Η ΝΕΡΑΝΤΖΙΑ

 

            Στο πεζοδρόμιο, δίπλα από το ζαχαροπλαστείο στέκεται μια νεραντζιά. Είναι εκεί από τότε που αγοράστηκε το μαγαζί  και κανείς δεν ξέρει την ιστορία της εκτός από αυτήν και εμάς που θα τη μάθουμε τώρα.

            Πριν από είκοσι εφτά χρόνια το ζαχαροπλαστείο ήταν παντοπωλείο το οποίο ανήκε σε ένα ζευγάρι και έμεναν εκεί με τον γιο τους, Για να τραβήξουν την προσοχή των πελατών σκέφτηκαν να φυτέψουν ένα δέντρο δίπλα από το μαγαζί. Αφού το δέντρο φυτεύτηκε, μιας και ήταν πολύ μικρό, χρειαζόταν ειδική φροντίδα την οποία του την έδινε το οχτάχρονο αγόρι καθημερινά για εφτά χρόνια.

            Το πρώτο πράγμα που έκανε είναι να τη δέσει σε ένα κοντάρι για να έχει κάποια στήριξη. Την κλάδευε όταν χρειαζόταν, της παρείχε ό,τι είχε ανάγκη και κυριότερα αγάπη και φροντίδα. Κάθε μέρα καθόταν έξω από το μαγαζί και διάβαζε κάνοντας παρέα στη νεραντζιά. Αυτή ήταν η καθημερινότητα της νεραντζιάς, κάτι το οποίο άλλαξε μόλις η οικογένεια μετακόμισε.     

            Ο αρχικός σκοπός της νεραντζιάς ήταν να τραβήξει την προσοχή, κάτι που το έκανε, τουλάχιστον στην αρχή. Οι άνθρωποι τη θαύμαζαν και έτσι πρόσεχαν και το μαγαζί. Η νεραντζιά ήταν φιλική προς τους ανθρώπους. Τους πρόσφερε σκιά. Αλλά οι άνθρωποι δεν είναι πια φιλικοί προς τη νεραντζιά. Η νεραντζιά υποφέρει από τα αέρια της πόλης και το μόνο που έχουν είναι απαιτήσεις,

            Σήμερα η νεραντζιά στέκεται μόνη της στο πεζοδρόμιο. Όποιος τη βλέπει την αγνοεί και δε συνειδητοποιεί τι έχει προσφέρει και τι μπορεί να προσφέρει. Αυτή είναι η πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα δέντρα σήμερα.

                                                           Ευαγγελία Παπασταματίου 



13 Ιανουαρίου 2021

Αγαπητό ημερολόγιο,

Σήμερα ήταν μια ξεχωριστή μέρα ! Είδα και γνώρισα πολύ κόσμο ! Τις ιστορίες τους ,τα μυστικά τους , κρυφές και σκληρές αλήθειες ! Αλλά ας το πάρω από την αρχή ! Καθόμουν στη θέση μου όπως πάντα , απέναντι από το μεγάλο πάρκο στον κεντρικό δρόμο . Αλλά για καλή μου τύχη έφεραν και τοποθέτησαν ένα παγκάκι δίπλα για να προσφέρω τη σκιά μου σε όσους κάθονται .  Έτσι , λοιπόν, ήρθε και κάθισε πολύς κόσμος ! Γνωστά πρόσωπα και άγνωστα ! Μικροί και μεγάλοι ! Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν ήρθαν δύο έφηβες και άρχισαν να τσακώνονται , έπειτα από αρκετή ώρα όμως τα βρήκαν και έγιναν και πολύ καλές φίλες . Επίσης, ήρθε και ένας κύριος μεγάλος σε ηλικία . Είχε περπατήσει από τη στάση του λεωφορείου ως εδώ. Κάθισε για να ξεκουραστεί. Δίπλα του ήρθε μια κοπέλα νέα θα μπορούσε να είναι κόρη του. Η κοπέλα έκλαιγε με λυγμούς . Ο παππούς προσπαθώντας να μη φανεί αδιάκριτος τη ρώτησε τι έχει. Αντιμετώπιζε προβλήματα με τη δουλειά της . Του εξήγησε την όλη κατάσταση και ότι πλέον δεν ξέρει τι να κάνει και έχει βρεθεί σε αδιέξοδο . Εκείνος , ως πιο έμπειρος και μαθημένος από τη ζωή της απάντησε ότι πάντα πρέπει να βλέπουμε τι θετική πλευρά των πραγμάτων .

 Έτσι και εγώ πλέον θα ακολουθήσω τη συμβουλή του !

                                                         Δικός σου, Πιτ το δέντρο

                                                                               Μαρία Σιμάτη


2 Δεκεμβρίου 2020

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,

Σήμερα όλη η μέρα ήταν αφιερωμένη σε εμένα, λες και είχα γενέθλια! Ο μπαμπάς και η μαμά μου άνοιγαν με προσοχή τα παρακλάδια και τα φύλλα και έπειτα δύο μικρά κορίτσια άρχισαν να με τυλίγουν με φωτάκια. Στην αρχή φοβόμουν μήπως πάθω ηλεκτροπληξία αλλά ευτυχώς διαπίστωσα αργότερα ότι ήμουν ασφαλές. Ύστερα, αμέτρητα στολίδια άρχιζαν να γαντζώνονται πάνω μου. Κάποια στιγμή ήθελα να φτερνιστώ αλλά το απέφυγα γιατί πρώτον θα έπεφταν τα στολίδια και δεύτερον, ίσως να νόμιζαν ότι έχω κορονοϊό και με πήγαιναν πίσω. Λίγο αργότερα, καθώς η μαμά έφτιαχνε λαχταριστά μελομακάρονα, το κορίτσι με την αδελφή της αρχίσαν να τσακώνονται για το ποια θα βάλει το αστέρι στην κορυφή. Μα, χρονιάρες μέρες τσακώνονται για ένα αστέρι; Τελικά, ο μπαμπάς, σαν δυνατός που ήταν σήκωσε και τις δύο για να φτάσουν και το έβαλαν μαζί. Στο τέλος, τοποθετήθηκε η φάτνη και μετά άρχισαν να αγκαλιάζονται. Δεν περίμενα ποτέ μου να γίνεται ολόκληρη γιορτή για εμένα, αλλά αν και δεν θέλω να το παινευτώ, τόσο όμορφο που είμαι, πως να μην χαίρονται όλοι όταν με βλέπουν…

 

Δικό σου,

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο


Μαριάντα Σωτηροπούλου


 

Είμαι μια ελιά φυτεμένη σε ένα δάσος δεν ξέρω ακριβώς πού βρίσκεται -άλλωστε δεν μπόρεσα να μάθω και ποτέ. Σε λίγες μέρες θα κλίσω τα εκατό και είμαι πολύ ενθουσιασμένη που επιτέλους θα έχω να λέω πως έζησα έναν αιώνα.

Κάθε χρόνο στα γενέθλιά μου μαζεύεται μία οικογένεια και γιορτάζουν τα γενέθλια της γιαγιάς. Είναι μικρότερη από εμένα αλλά τυχαίνει να  γιορτάζουμε την ίδια μέρα. Έτσι αν και το φαγοπότι γίνεται για εκείνη είναι σαν να γιορτάζουν και τα δικά μου γενέθλια. Βλέπετε, δεν έχω και πολλούς φίλος εδώ στο δάσος εκτός από κάτι χόρτα που έτσι και αλλιώς τα μαζεύουν οι άνθρωποι κάθε χειμώνα και λίγα δέντρα.

Αυτή τη γιαγιά την ξέρω από όταν ακόμα ήταν μικρή. Κάθε καλοκαίρι ερχόταν στο δάσος σχεδόν καθημερινά. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο πιο πολύ μεγάλωνε. Άρχισε να έρχεται στο δάσος με τους φίλους της μετά με τα δικά της παιδιά και να τώρα που έρχεται με τα εγγόνια της. Είναι πολύ λυπητερό να βλέπεις πόσο γρήγορα μεγαλώνουν οι άνθρωποι. Όταν ήταν κοριτσάκι ακόμα και ερχόταν με τους φίλους της περνούσα πολύ ωραία βλέποντάς τους να παίζουν. Κάποια μεσημέρια ερχόταν και διάβαζε βιβλίο κάτω από την σκιά μου. Άλλες φορές, όταν ήταν στενοχωρημένη καθόταν κάτω και μου έλεγε όλα τα προβλήματα που την απασχολούσαν νομίζοντας πως δεν καταλαβαίνω τι μου έλεγε. Ήταν σαν να ήμαστε δύο κολλητές φίλες- δηλαδή εγώ έτσι την ένιωθα. Μου κρατούσε συντροφιά ολόκληρο σχεδόν το καλοκαίρι. Όταν όμως ερχόταν το φθινόπωρο, έφευγε και μετά όταν καλοκαίριαζε ο καιρός ξαναερχόταν.

Αυτό συνεχίστηκε για λίγα χρόνια. Όταν μεγάλωσε και έγινε μεγάλη κοπέλα πλέον δεν ερχόταν να με δει. Και τότε ήταν τα χρόνια της μοναξιάς μου. Οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν αργά. Εκτός από κάτι άλλα παιδιά που έρχονταν περιστασιακά για να παίξουν και κάτι ποδηλάτες, δεν περνούσε κανείς και δεν είχα κανέναν φίλο. Ώσπου τα παιδιά του όχι και τόσο μικρού κοριτσιού πλέον έρχονταν να παίξουν ανάμεσα στα κλαδιά μου. Περνούσα πολύ ωραία.

Εγώ είμαι πολύ νέο δέντρο σε σχέση με τις άλλες ελιές γύρω μου. Δε  υπήρξαν πολλές περιπέτειες εδώ που μένω εγώ. Εκτός από μία φορά. Ήταν καλοκαίρι θυμάμαι τότε και έκανε υπερβολική ζέστη. Δεν με πείραξε άλλωστε είμαι μια ελιά. Κατά το μεσημέρι όμως άρχισα να ζεσταίνομαι υπερβολικά πολύ. Είδα τότε κάτι κόκκινο που κινούνταν γρήγορα, να έρχεται προς το μέρος μου και μερικούς ανθρώπους με κόκκινες στολές να με βρέχουν με νερό. Είκοσι λεπτά μετά η φωτιά- όπως άκουσα- έσβησε. Δυστυχώς πολλά από τα δέντρα κάηκαν. Και δεν τα ξαναείδα ποτέ.

Είμαι ένα συνηθισμένο δέντρο χωρίς μεγάλη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ζωή. Αν και είμαι μικρή ακόμα στα όσα λίγα χρόνια έχω ζήσει αυτή είναι η ιστορία μου.   

                                                           Μαριλένα Σαββίδου


Το μυστικό ενός δέντρου

 

Σίγουρα είναι γνωστό ότι οι πυρκαγιές ‘‘σκοτώνουν’’ τα δάση. Ότι καταστρέφουν την βλάστηση μιας περιοχής και αυτή μετά χρειάζεται χρόνια για να επανέλθει. Κι έτσι είναι! Αλλά κάποτε ήμουν αρκετά εγωιστής για να το καταλάβω… Ήμουν ένα ανόητο πεύκο!

Η θλιβερή ιστορία μου ξεκινά ένα χρόνο πριν, τότε που ζούσα σε ένα παρκάκι γεμάτο με επιβλητικές βελανιδιές! Δεν υπήρχε άλλος του είδους μου. Κι αυτό με έκανε να νιώθω μοναξιά. Μεγάλη μοναξιά. Ενώ, λοιπόν, έβλεπα τα άλλα δέντρα να αλλάζουν χρώμα στα φύλλα τους, να τα ρίχνουν και μετά με μαγικό τρόπο να τα ξαναεμφανίζουν εγώ ένιωθα παράταιρος και απομονωμένος. Όσο τα θαύμαζα άλλο τόσο ευχόμουνα να μην υπάρχουν! Ήθελα στη  θέση τους να έστεκαν δέντρα όμοια με μένα, έτσι ώστε να μην με περιφρονούν! Ώστε να αξίζω τον ίδιο θαυμασμό με τους γύρω μου! Επιθυμούσα οι άνθρωποι να με βλέπουν ως στολίδι και όχι ως ένα εμπόδιο στην τέλεια φθινοπωρινή τους εικόνα.

Αναρωτιόμουν γιατί ποτέ δεν παρατήρησαν τις τέλειες βελόνες μου, όπου έσταζαν διαυγείς δροσοσταλίδες. Γιατί δεν πρόσεξαν ποτέ τον τραχύ κορμό μου που είχε πληγές, κι έσταζε γυαλιστερό ρετσίνι. Ποτέ δεν τους κατάλαβα τους ανθρώπους… 

Παρ’ όλ’ αυτά εύχομαι τότε να σταματούσα να σκέφτομαι. Μακάρι να αποδεχόμουν την διαφορετικότητά μου και να μάθαινα να αγαπάω τις βελανιδιές! Τότε μπορεί να μην συνέβαινε αυτή… η τρομερή πυρκαγιά!

 Δεν κατάλαβα γιατί και πώς… Ολόκληρο το πάρκο είχε γίνει κάρβουνο… Τότε είδα το όνειρό μου να γίνεται εφιάλτης! Τότε ήταν που έμαθα να αγαπώ τους γύρω μου και να απαρνιέμαι τη ζήλια! Μα ήταν αργά…

Τα πράγματα δεν ήταν ίδια από τότε. Εγώ ήμουν τυχερό! Τα κουκουνάρια μου έσκασαν και αναγεννήθηκα! Μαζί με εμένα φύτρωσαν αδέρφια μου! Είδα ποια μια εικόνα που ποθούσα χρόνια! Όμως, δεν ξαναείδα ποτέ φύλλα πορτοκαλιά, δέντρα γυμνά και ξάφνου φύλλα πράσινα… Δεν ξαναείδα τέτοια ομορφιά! Αυτό ήταν το μυστικό μου! Για αυτό κλαίω συχνά… κλαίω για μένα και αυτές, τις αγαπημένες μου βελανιδιές!    

                                             Μαριτίνα Τσίκου

 ~Το Μυστικό Ενός Δέντρου~

Εκατόν ενενήντα έξι χρόνια… Εκατόν ενενήντα έξι χρόνια έχουν περάσει από τη μέρα που φύτρωσα σαν ένας σπόρος σε ένα άσπρο άνθος πάνω σε ένα κλαδί ενός ευκαλύπτου. Και ξαφνικά… Μια καταιγίδα ξέσπασε, με πέταξε μακριά μαζί με μερικούς άλλους σπόρους. Άκουσα έναν δυνατό ήχο, σαν κάτι να έσπασε και να έπεσε με όλη του τη δύναμη. Έπεσα κι εγώ μέσα στο χώμα, το οποίο με κάλυψε λόγο του αέρα και της βροχής. Εδώ είναι το νέο μου σπίτι, το παντοτινό μου σπίτι…

Όσο ήμουν μέσα στο άνετο χωμάτινο πάπλωμα μου, σκεφτόμουν το πότε θα μεγάλωνα, πότε θα έβγαινα έξω στον κόσμο, να δω τον ήλιο, τα σύννεφα… Πόσο καιρό ήμουν άραγε εκεί μέσα; Δεν έχει σημασία, όσο κι αν ήταν πέρασε κι μπόρεσα να δω το έξω! Το έξω… Δεν το θυμόμουν έτσι το έξω… Πού ήταν ο ευκάλυπτος από τον οποίο έπεσα; Τι έγινε; Που είμαι; Τα δέντρα είχαν αλλάξει, άλλα ήταν πιο ψηλά κι άλλα είχαν εξαφανιστεί.

Άρχισα να μιλάω με τα άλλα δέντρα, να τα ρωτάω για τον κόσμο, τις εμπειρίες τους. Φαίνονταν όλα τους τόσο σοφά, τόσο μεγαλοπρεπή! Θα γίνω εγώ ποτέ έτσι; Θα φτάσω ψηλά στον ουρανό; Αργά αργά, χρόνο με χρόνο, σταγόνα με σταγόνα, άρχισα να βγάζω φύλλα, άρχισε ο κορμός μου να σκληραίνει. Πόσος καιρός είχε περάσει; Κανείς δεν ήξερε, κανείς δεν κάθισε να τον μετρήσει. Ο χρόνος εκεί ψηλά δεν έχει νόημα. Δεν περνάει.

Όσο προσπαθούσα να βρω έναν τρόπο να περάσω την ώρα μου μέχρι να ψηλώσω, να γίνω μεγάλο και τρανό, είδα κάτι δίποδα ζώα, ανθρώπους, να κουβαλούν… κάτι πέτρες… Κι μετά… Ξύλο… Φαίνεται να ήταν οξιάς. Καημένο δέντρο… Να… Να γιατί άλλαξε η μορφή του δάσους, να γιατί έλειπαν δέντρα… Κι έτσι άρχισε το κτίσιμο ενός σπιτιού δίπλα μου, στη μέση του δάσους. Ένα σπίτι ούτε πολύ μεγάλο, ούτε πολύ μικρό, με ξύλινη σκεπή κι πέτρινα τοιχώματα. Πήρε καιρό για να κτιστεί, αλλά τελικά άξιζε ο κόπος, ήταν πολύ όμορφο, πολύ γλυκό. Λίγο καιρό μετά, το σπίτι αγοράστηκε από μία οικογένεια. Ένας πατέρας, μία μητέρα, ένας σκύλος κι ένα παιδί. Ένα μικρό κοριτσάκι πέντε χρονών, με μία ροζ φούστα κι μπορντό παπούτσια. Πλησίασε κι μου είπε:
<<Πω πω! Είσαι τόσο ψηλό! Σε θαυμάζω! Μια μέρα θα μάθω να σκαρφαλώνω κι θα ανέβω στην κορυφή σου!>>

Ψηλό… Εγώ; Τι; Κοίταξα γύρο μου. Τότε είναι που κατάλαβα πόσο είχα ψηλώσει… Ήμουν όσο ψηλό όσο τα δέντρα γύρω μου. Η σκιά μου ήταν μεγάλη, τα φύλλα μου όμορφα κι ο κορμός μου σκληρός κι παχύς. Πως γίνεται να μη το παρατήρησα αυτό τόσο καιρό; Λοιπόν, ψήλωνα τόσο αργά, που δεν ήξερα καν πως ψήλωνα. Τι θα έκανα αν δε μου το έλεγε το κοριτσάκι; Θα ζούσα για πάντα νομίζοντας πως είμαι κοντό; Πόσος καιρός είχε περάσει; Γιατί δε το είχα παρατηρήσει; Γιατί ξαφνικά ο χρόνος περνά γρήγορα;

Κι έτσι, άρχισα να γίνομαι κι εγώ ένα με την οικογένεια αυτών των ανθρώπων. Με θαύμαζαν και παινεύονταν στους  επισκέπτες τους για εμένα όλη την ώρα!
Κάθε στιγμή της ζωής μου ήταν χαρούμενη χάρη σε αυτούς και, κυρίως, την κόρη τους με το σκυλάκι της! Βρήκα και τρόπο να μετράω το πέρασμα του καιρού! Κάθε φορά που έβγαιναν έξω κι φώναζαν «Καλή χρονιά!» είχε περάσει ένας χρόνος. Το κορίτσι ήταν τώρα δεκατριών χρονών. Σκαρφάλωνε στα κλαδιά μου, σκάλιζε τον κορμό μου, με διακοσμούσε με τα πιο όμορφα στολίδια, έκανε τσάι πάρτυ στη σκιά μου και μιλούσε σε εμένα κι το σκύλο της όταν στενοχωριόταν. Μου έδωσε κι όνομα, Μπεν, το οποίο το αποδέχτηκα με χαρά! Ποιος θα το περίμενε πως ένα κορίτσι θα γινόταν η καλύτερη μου φίλη!

Τα χρόνια πέρασαν. Το κορίτσι ήταν τώρα γυναίκα, είκοσι χρονών. Μια δεσποινίδα ευχάριστη κι ευγενική. Όμως κάτι περίεργο είχε συμβεί. Όταν μου μιλούσε ακουγόταν όλο κι πιο λυπημένη, όλο κι πιο μίζερη. Ξεχασμένη από τις φίλες τις. Τώρα ποια ακουγόταν κουρασμένη, σαν να μη μπορούσε να βρει χαρά γύρω της, παρόλο που ήξερα πως προσπαθούσε.

<<Κουράστηκα, δε μπορώ άλλο. Σπουδές, χαμένες φιλίες, μάχες, φωνές… Πώς πέρασε έτσι ο καιρός; Πώς πέρασαν τα χρόνια; Πότε μεγάλωσα; Πώς άλλαξε έτσι ο κόσμος; Πώς γίνεται να μη το κατάλαβα;>>

Σιωπή… Απόλυτη σιωπή… Δάκρυα θερμά ξέσπασαν τότε στα μάτια της.

<<Ήθελα να σε αποχαιρετήσω δέντρο μου, από εδώ κι πέρα δε θα ξαναμιλήσουμε. Δεν είναι πως δε σε αγαπώ.. Απλά… Πρέπει να φύγω…>>

Άστραψε μια τελευταία φορά το βλέμμα της κι μου είπε:

<<Όποιο παιδί βλέπεις, βάλε τα δυνατά σου να το κάνεις όσο χαρούμενη έκανες κι εμένα!>>

Μου έδειξε μια φωτογραφία με έναν άλλο ευκάλυπτο.

<<Οι γονείς μου μου είπαν πως αυτός ο ευκάλυπτος παλιά ήταν εδώ κοντά, αλλά μια δυνατή καταιγίδα τον έσπασε κι τον έριξε κάτω. Τον είχες γνωρίσει άραγε; Ήταν εδώ πριν ενενήντα εφτά χρόνια.>>

Ώστε αυτός ήταν ο ήχος που άκουσα τότε… Ναι… Τον ξέρω αυτόν τον ευκάλυπτο. Πάει… Πάει το πρώτο μου σπίτι… Ήταν χαμένο από τη πρώτη στιγμή… Οπότε τελικά ήμουν τότε ενενήντα εφτά χρονών.

Τότε το κορίτσι έδεσε ένα σκοινί, αυτό με το οποίο έπαιζε σκοινάκι, σε ένα ψηλό κλαδί μου, κανείς να μη το φτάνει.

<<Έχε αυτό… Για να με θυμάσαι.>> είπε με ακόμα περισσότερα δάκρυα.

Τότε κάθισε εκεί, στην αιώνια σκιά μου, ακίνητη, χωρίς λαλιά, μέχρι που οι γονείς της την είδαν κι με απελπισία και δάκρυα στα μάτια κι εκείνοι την αποχαιρέτησαν. Θα έφευγε μακριά, σε άλλη χώρα. Ήξεραν πως δε θα την ξαναέβλεπαν.

Αυτό από τότε κρατάω στην καρδιά μου, αυτό το ξεχασμένο κορίτσι. Αυτήν τη ψυχή. Πέρασαν περίπου εκατό χρόνια. Το σπίτι γκρεμίστηκε κι στη θέση του ένα σχολείο χτίστηκε. Το δάσος σχεδόν χαμένο. Εμένα με άφησαν εκεί, στη μέση της αυλής σα θέαμα. Τώρα είχα εκατό παιδιά να μου μιλάνε κάθε μέρα. Όλα μου έφερναν χαρά πολύ όμως… Κανείς… Κανείς δε μπορούσε να αντικαταστήσει εκείνη… Το κοριτσάκι… Σαν κατάρα είχε κολλήσει στο μυαλό μου.  Χίλιες ζωγραφιές έκαναν τα παιδιά στον κορμό μου, που με χαροποιούσαν… Καμία σαν τις δικές τις. Μύθοι και ιστορίες άπειρες βγήκαν για αυτό το σκοινί που κρεμόταν στα κλαδιά μου. Κανείς δεν ήξερε τι είχε γίνει. Κανείς δεν ήξερε για το ξεχασμένο κορίτσι. Κανείς δε έμαθε τι έγινε ποτέ κι ποτέ να μη το μάθει. Κανείς σαν το κορίτσι να δακρύσει. Θα κάνω όσο ζω όλα αυτά τα παιδιά χαρούμενα. Ακριβώς όπως το ήθελε κι εκείνη. Αχ κορίτσι… να ήξερες πόσοι αναζητούν την ιστορία σου.

                                                        Μελίνα  Σίμου 

 

Το μυστικό ενός δέντρου

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα μεγάλο πεύκο σε μια πεδιάδα στην Αρκαδία. Ήταν μόνο του εκεί και γύρω του υπήρχαν μόνο μικρά φυτά και θάμνοι. Στην πραγματικότητα, παρά την συνηθισμένη εμφάνισή του, είχε ένα μεγάλο μυστικό. Λόγω της μεγάλης ηλικίας του, οι ρίζες του είχαν μπει βαθιά στο έδαφος και το μήκος τους ήταν τεράστιο. Με αυτό τον τρόπο μπορούσε να νιώσει από τις ρίζες του τα συναισθήματα άλλων δέντρων και να επικοινωνήσει μαζί τους. Τις συνέδεε με άλλα φυτά και μέσω του νερού που μεταφερόταν, είχε τη δυνατότητα και την πρόσβαση σε έναν μακρινό τόπο. Έτσι, δεν ένιωθε όσο μόνο όσο φαινόταν καθώς είχε ουσιαστικά μια κρυφή σύνδεση με άλλα δέντρα, κάτω από το έδαφος. Η ικανότητά του αυτή ήταν που το έκανε ξεχωριστό, παρόλο που κανείς δεν μπορούσε να το αναγνωρίσει. Καθώς πέρασαν τα χρόνια, οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν πως το δέντρο είχε γεράσει αλλά φαινόταν σαν να μην ήθελε να πεθάνει. Κάποια στιγμή, η πεδιάδα αυτή αγοράστηκε και ο ιδιοκτήτης αποφάσισε να φυτέψει πορτοκαλιές εκεί. Τη στιγμή που η μεταλλική λεπίδα ακούμπησε τον γέρικο κορμό του δέντρου, είχε έρθει η ώρα. Μετά από μέρες σκληρής δουλειάς, κατάφεραν να το ξεριζώσουν. Ή μάλλον, έτσι νόμιζαν, διότι οι ρίζες του συνέχιζαν, συνεχίζουν και θα εξακολουθούν να ταξιδεύουν  στα εδάφη της Αρκαδίας. 

                              Μυρτώ Προίκα

   Έχουν και τα δέντρα να πουν μία ιστορία

Με θυμάμαι από τότε που ήμουνα ένας σπόρος βαθιά στο χώμα. Σιγά σιγά άρχιζα να μεγαλώνω. Παράλληλα, δημιουργούνταν ανεξίτηλες αναμνήσεις.

   Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το κοριτσάκι που κάθε πρωί με πότιζε, με καθάριζε από τις λάσπες και τις κουτσουλιές των πουλιών και με αγαπούσε με όλη της την καρδιά. Όλη την μέρα ήμασταν μαζί. Μόνο το βράδυ αποχωριζόμασταν, για να κοιμηθεί. Καμιά φορά κοιμόταν  μαζί μου τα βράδια και μου κρατούσε συντροφιά. Μου διάβαζε παραμύθια, με σκέπαζε για μην κρυώνω και με αγκάλιαζε.

   Ήθελα τόσο πολύ να της πω πως αισθάνομαι. Μα όμως δεν μπορούσα, γιατί ήμουν απλώς ένα δέντρο. Ήθελα να της δείξω πόσο πολύ την αγαπάω κι ότι εκείνη είναι η μόνη μου έννοια σε αυτόν τον κόσμο. Κάθε φορά που την έβλεπα ‘’κοκκίνιζα’’ και ντρεπόμουν, γιατί μου έκανε τόσα πολλά πράγματα κι εγώ δεν μπορούσα τίποτα.

   Ώσπου μια μέρα, μεγάλωσα. Έγινα ένα όμορφο και γερό δέντρο κι εκείνη έγινε μία όμορφη κοπέλα. Παρόλο που μεγάλωσε, συνέχιζε να με επισκέπτεται και να μου κρατάει συντροφιά. Εκείνη απολάμβανε τη σκιά μου και τους ζουμερούς και φρέσκους καρπούς μου. Επιτέλους, κατάφερα να της δείξω όλα αυτά που ένιωθα τόσο καιρό. Την έβλεπα να χαμογελάει κι αυτό με γέμιζε με χαρά. Αυτό το χαμόγελό της θα μου μείνει αξέχαστο.

   Ύστερα, από μερικά χρόνια εκείνη έκανε οικογένεια κι απέκτησε μία όμορφη κόρη. Έμοιαζε πολύ στην μητέρα της  όταν ήταν κοριτσάκι.

   Και το σημαντικό ήταν ότι  μου κρατούσε ακόμα συντροφιά. Όμως έρχονταν μαζί και με μία γάτα, την Φρανκουλίνα. Η Φρανκουλίνα κι εγώ στην αρχή δεν τα πηγαίναμε και τόσο καλά, αλλά μετά τα βρήκαμε κάπως. Κοιμόταν πάνω στα κλαδιά μου και γουργούριζε. Με χαλάρωνε τόσο πολύ αυτό. Όμως, όταν έξυνε τα νύχια της πάνω μου,  εγώ πονούσα.

   Εν κατακλείδι, δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή την κοπέλα, γιατί ήταν ο μόνος άνθρωπος που με αγάπησε και μου συμπεριφέρθηκε τόσο όμορφα και με στοργή. Ευελπιστώ, όλα τα δέντρα να έχουν την τύχη μου και να γνωρίσουν νέες περιπέτειες και το τι πάει να πει αγάπη.

                                                          ΤΖΕΦΕΡΑΚΟΥ ΟΥΡΑΝΙΑ 


Ένα σπουργίτι έκατσε στα κλαδιά μιας βελανιδιάς και της είπε:

-        Γεια σου καλή μου Βελανιδιά. Θα σε πείραζε να κάτσω λίγο να ξαποστάσω;

-        Όχι μικρό μου σπουργίτι. Μπορείς να κάτσεις όσο θέλεις.

-        Σε ευχαριστώ Βελανιδιά μου. Ξέρεις έρχομαι από πολύ μακριά, από το όρος Πεντέλη.

-        Αλήθεια;

-        Ναι

-        Εγώ πάλι εδώ, μέσα στην πόλη και στο καυσαέριο. Δεν παραπονιέμαι όμως, βρίσκομαι σε αυτό το υπέροχο πάρκο και ακούω τις χαρούμενες φωνές των παιδιών που παίζουν με τους φίλους τους. Κάτω κοντά στις ρίζες μου κάθονται τα παιδιά και λένε τα μυστικά τους. Ξέρεις τι έχω ακούσει εγώ; Το βλέπεις εκείνο το κοριτσάκι με την γαλάζια μπλούζα;

-        Ναι

-        Αυτή είναι η Ελενίτσα. Τις προάλλες είχε κάτσει με τη φίλη της τη Μαρία κάτω από τη σκιά του φυλλώματός μου και είπαν όλα τους τα μυστικά. Εγώ τις άκουγα και δε έλεγα τίποτα. Πόσο το απολαμβάνω να ακούω τα παιδιά να συζητούν!

-        Ωραία η ιστορία σου βελανιδιά, όμως πρέπει να φύγω αντίο.

-        Εις το επανιδείν καλό μου σπουργίτι.

 

                                                                          Τσιμπούρη Παρασκευή 


Σκέψεις για ένα δέντρο.

Όταν βλέπω ένα σπιτικό χριστουγεννιάτικο δέντρο, μου έρχεται στο μυαλό το πρωινό των Χριστουγέννων και κυρίως παλιότερων χρόνων. Ξυπνούσα και συνειδητοποιούσα ότι ήταν Χριστούγεννα και έτρεχα στο σαλόνι κάτω από το δέντρο να ανοίξω τα δώρα μου με τρελή αγωνία. Ένα αίσθημα σαν αυτό δεν έχω ξανανιώσει ποτέ, είναι κάτι πολύ ξεχωριστό. Έτσι, όταν κάνω εικόνα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, νιώθω ένα μικρό κομμάτι αυτού του αισθήματος, να ανοίγω το δώρο μου, να ξετρελαίνομαι, να ασχολούμαι με το δώρο για μέρες ολόκληρες. Τώρα πια που έχω μεγαλώσει και αυτές οι μέρες είναι ξεχασμένες, η εικόνα του δέντρου είναι το μόνο που μου θυμίζει αυτα τα αξέχαστα Χριστούγεννα που πέρασα ως παιδί και πιστεύω πως το μυστικό του δέντρου είναι η αναγέννηση αυτών των αναμνήσεων.

                                                 Σωτήρης  Τζεφέρης


ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΕΝΟΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΟΥ

Είμαι ένα κυπαρίσσι, ψηλό και πράσινο κάπου κοντά στη Κηφισιά κοιτάω τους ανθρώπους να πετάνε τα σκουπίδια, μολύνοντας το περιβάλλον, χωρίς να νοιάζονται για εμάς τα δέντρα. Για αυτό θα σου πω ένα μυστικό, κάποιος από το μέλλον μου είπε ότι αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση θα υπάρχουν ελάχιστα δέντρα σαν και εμένα.

Καλέ μου φίλε άνθρωπε, σε παρακαλώ, να μας  προσέχεις και να μας φροντίζεις  εμάς τα δέντρα και όχι απλά να θαυμάζεις την ομορφιά μας και ό,τι σου προσφέρουμε, γιατί ίσως μια μέρα να το μετανιώσεις. 

                                                         ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΣΙΜΟΥ 


Ένα τυχαίο ημερολόγιο ενός τυχαίου δέντρου

Αγαπητό ημερολόγιο,

Σήμερα είναι παραμονή Χριστουγέννων. Όλος ο κόσμος είναι έξω στους χιονισμένους δρόμους με τις οικογένειες και τους φίλους τους, φωτάκια με ζωηρά χρώματα αναβοσβήνουν και ο ψυχρός άνεμος φυσά μέσα από τα σοκάκια. Έχεις περάσει ποτέ Χριστούγεννα, αγαπητό μου ημερολόγιο; Έχεις νιώσει την θερμότητα του τζακιού να σε γεμίζει, έχεις ακούσει τις κουζίνες με τις κατσαρόλες τους να χτυπούν σαν καμπάνες, σε έχει αγγίξει το άσπρο ρεύμα του χιονιού; Εάν όχι έχεις απευθυνθεί στο κατάλληλο έλατο. Λατρεύω τα Χριστούγεννα! Οτιδήποτε που να θυμίζει Χριστούγεννα, για να είμαι πιο σαφής. Οι γιορτές, τα τραγούδια, οι ιστορίες, τα δώρα, η ζάχαρη και το χιόνι, όλα μαζί σχηματίζουν τον πιο μαγευτικό συνδυασμό.. Για αυτό, και αποφάσισα το δικό σου δώρο Χριστουγέννων από εμένα, να είναι μία ευκαιρία βιώσεις την πραγματική χειμερινή γιορτινή ατμόσφαιρα σαν ένα έλατο, μέσω μιας ιστορίας..

Αγαπητό ημερολόγιο, η ιστορία μας ξεκινά κάπου στον χρόνο.. όχι πολύ παλιά ούτε βαθιά στο μέλλον, σε μία Χριστουγεννιάτικη μέρα, κατά το απόγευμα. Ο ήλιος είχε δύσει, ενώ οι τελευταίες αχτίδες φώτιζαν τον δρόμο του Φεγγαριού. Τα φώτα της πόλης άρχιζαν να λάμπουν, φανερώνοντας τις βιαστικές σκιές των περαστικών. Οι νυχτερινοί θηρευτές βγαίνουν από τις φωλιές τους για να βρουν καταφύγιο στο αχνό λυκόφως. Ξένοιαστο αεράκι φυσά μετακινώντας τις χιονονιφάδες, στις οροφές των σπιτιών και τα καθίσματα των δρόμων. Και οι περαστικοί, πληθαίνουν, καθώς η βραδιά συνεχίζεται. Λίγο αργότερα, καθώς ο χρόνος περνά, ξαναμένει σταθερός, μόνο για σένα, για να σου δώσει την ευκαιρία να απολαύσεις το νέο τοπίο.

Ομάδες πολιτών που τραγουδούν χριστουγεννιάτικες μελωδίες στις πλατείες, ενώ το κοινό τους τοποθετεί την τελευταία μπάλα στα έλατα. Οι μαγείρισσες ανοίγουν διάπλατα τα παράθυρα και αφήνουν τις μυρωδιές να μαγεύσουν τους περαστικούς, προκαλώντας τους να προστεθούν στο βραδινό δείπνο.

Σε λίγο έχουμε μεσάνυχτα. Οι δρόμοι είναι άδειοι, όλοι έχουν βρει την γωνία τους στο τραπέζι, και είναι έτοιμοι να τραγουδήσουν όλοι μαζί.

Ο δείκτης του ρολογιού σημάνει δώδεκα. Καλά Χριστούγεννααα, όλοι φωνάζουν. Αγκαλιές, φιλιά, τα ποτήρια του κρασιού συγκρούονται καθώς προτάσεις σχετικά με την συνέχεια της χρονιάς γίνονται. Το γλέντι ξεκινά και δεν τελειώνει μέχρι αργά το πρωί. Τέλος, όλοι τους έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα…

Καλά Χριστούγεννα από εμάς αγαπητό ημερολόγιο και καλή συνέχεια,

Οικογένεια κάποιου έλατου.

                                                                                                                Χρυσάκη Έλενα


.........................................................................................................

e-book



 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σχέδιο δράσης - Τραγούδι- στίχοι και περιβάλλον